- μονόπολος
- -η, -οφυσ.1. αυτός που αποτελείται από έναν μόνο πόλο2. φρ. («μαγνητικό μονόπολο»)φυσ. υποθετικό μαγνητικό σωματίδιο αποτελούμενο από έναν μόνο πόλο, βόρειο ή νότιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. (magnetic) monopole < mono- (πρβλ. μον[ο]-*) + -pole (< πόλος)].
Dictionary of Greek. 2013.