μονόπολος

μονόπολος
-η, -ο
φυσ.
1. αυτός που αποτελείται από έναν μόνο πόλο
2. φρ. («μαγνητικό μονόπολο»)
φυσ. υποθετικό μαγνητικό σωματίδιο αποτελούμενο από έναν μόνο πόλο, βόρειο ή νότιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. (magnetic) monopole < mono- (πρβλ. μον[ο]-*) + -pole (< πόλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”